- Σκύλας
- Σκύλᾱς , Σκύληςmasc acc plΣκύλᾱς , Σκύληςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυλάς — ο, θηλ. σκυλού, Ν (ιδιωμ.) 1. λαϊκός τραγουδιστής που ερμηνεύει τραγούδια κατώτερης ποιότητας σε σκυλάδικο 2. άτομο που συχνάζει σε κέντρα με μουσική κατώτερης ποιότητας, σε σκυλάδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. άς (πρβλ. ροκ άς)] … Dictionary of Greek
σκύλας — σκύ̱λᾱς , σκύλλω torn aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) σκύλᾱς , σκυλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… … Dictionary of Greek
σκυλάδικο — το, Ν (ιδιωμ.) λαϊκό νυκτερινό κέντρο με μουσική κατώτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλας + κατάλ. άδικο (πρβλ. ρολογ άδικο)] … Dictionary of Greek